- διχρωμικός, -ή, -ό
- διχρωμικός, -ή, -ό, 1. αυτός που αναφέρεται στη διχρωμία: Έκδοση διχρωμική.2. (χημ.), αυτός που περιέχει διχρωμικό οξύ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διχρωμικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διχρωμία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γεώργιο Α. Κρίνο] … Dictionary of Greek